- οὐριοδρόμος
- οὐριο-δρόμος, mit günstigem Winde laufend, segelnd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουριοδρόμος — οὐριοδρόμος, ον (Μ) αυτός που τρέχει ή πλέει με ούριο, ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔριος (ΙΙ) + δρόμος] … Dictionary of Greek
ουριοδρομία — η ναυτ. η πλεύση ιστιοφόρου πλοίου με τον άνεμο ούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουριοδρόμος, απόδοση τού αγγλ. running before the wind. H λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη] … Dictionary of Greek
ουριοδρομώ — (ΑΜ οὐριοδρομῶ, έω) (σχετικά με πλοίο) πλέω με ούριο, ευνοϊκό άνεμο, αρμενίζω πρύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔριος (II) + δρομῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ουριοδρόμος] … Dictionary of Greek